Μετάβαση στο περιεχόμενο

μποξέρ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μπόξερ
Δύο μποξέρ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μποξέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική boxeur < αγγλική boxer < box < άγνωστης ετυμολογίας για τη σημασία «χτύπημα με μπουνιά» [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /boˈkseɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μποξέρ
τονικό παρώνυμο: μπόξερ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μποξέρ αρσενικό άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.