μπορμπότσιλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπορμπότσιλο < μπομπότσιλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπορμπότσιλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ο καρπός της μπορμποτσιλιάς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπορμπότσιλο
|