μποτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μποτάκι | τα | μποτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μποτάκι | τα | μποτάκια |
κλητική | μποτάκι | μποτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- μποτάκι < μπότα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μποτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μπότα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μποτάκι
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- μποτάκι < μποτ + υποκοριστικό επίθημα -άκι < (άμεσο δάνειο) αγγλική bot < robot < (άμεσο δάνειο) τσεχική robot < robota (εργασία, δουλειά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μποτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μποτ
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο, ειδικότερα) οι υπηρέτες (μίνιον) σε παιχνίδια πολλαπλών παικτών (μουλτιπλέιερ) που πολεμούν μαζί με τους παίκτες, υποκοριστική η λέξη λόγω των μικρότερων μεγεθών τους σε σύγκριση με τους παίκτες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τσεχικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τσεχικά (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)