μπουγαδοκλέφτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουγαδοκλέφτρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) κοπέλα που κλέβει ρούχα από απλωμένες μπουγάδες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουγαδοκλέφτρα
|