μπουγαδοπάνερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουγαδοπάνερο τα μπουγαδοπάνερα
      γενική του μπουγαδοπάνερου των μπουγαδοπάνερων
    αιτιατική το μπουγαδοπάνερο τα μπουγαδοπάνερα
     κλητική μπουγαδοπάνερο μπουγαδοπάνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουγαδοπάνερο < μπουγάδα + -ο- + πανέρι + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουγαδοπάνερο ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]

  • μπουγαδοπάνερο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]