μπουζάκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται εξέταση αν είναι αιτιατική πτώση αρσενικού ή αν είναι ουδέτερο)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπουζάκο < μπουζάκι (μοσχάρι του γάλακτος)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μπουζάκο αρσενικό [1]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.482.