μπουζουξίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουζουξίδικο < μπουζουξής + -ίδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουζουξίδικο ουδέτερο
- κατάστημα στο χώρο της διασκέδασης που έχει ορχήστρα με μπουζούκι(α)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουζουξίδικο
|