μπουζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουζού | οι | μπουζούδες |
γενική | της | μπουζούς | των | μπουζούδων |
αιτιατική | την | μπουζού | τις | μπουζούδες |
κλητική | μπουζού | μπουζούδες | ||
όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουζού: Έχει προταθεί: < γενοβέζικο borsu / ιταλικά borsa (πουγκί, δερμάτινο σακούλι) < λατινικά bursa/byrsa (δέρμα) < αρχαία ελληνική βύρσα (δέρμα· πβ. βυρσοδεψία) (αντιδάνειο). Έχει προταθεί επίσης: < μεσαιωνική ελληνική μπουζουνάρα < *μπουζουνάρι < *υποζωνάριον· πβ. αρωμουνικά buzunar (τσέπη).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουζού θηλυκό
- (οικείο) (λαϊκότροπο) η φυλακή
- (παρωχημένο) (μεγάλη) τσέπη
- (παρωχημένο) κρυψώνα
[επεξεργασία]
- μπουζουριάζω
- μεσαιωνική ελληνική: μπουζουνάρα (μεγάλη τσέπη)
Σημειώσεις[επεξεργασία]