μπουλντοζιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουλντοζιέρης < μπουλντόζ(α) + -ιέρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουλντοζιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο οδηγός ή ο ιδιοκτήτης μπουλντόζας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουλντοζιέρης
|