μπουμπάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουμπάρι τα μπουμπάρια
      γενική του μπουμπαριού των μπουμπαριών
    αιτιατική το μπουμπάρι τα μπουμπάρια
     κλητική μπουμπάρι μπουμπάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουμπάρι < τουρκική bumbar < περσική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουμπάρι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, λαϊκότροπο) το παχύ έντερο βοοειδών και προβάτων
  2. (παρωχημένο, λαϊκότροπο, γαστρονομία) είδος φαγητού, το οποίο παρασκευάζεται με γέμιση του παχέος εντέρου βοοειδών ή προβάτων με συκώτι, κιμά, ρύζι κ.ά.
  3. (παρωχημένο) είδος τρίχινης στέκας για τα γυναικεία μαλλιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]