μπουμπουνιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουμπουνιέρα οι μπουμπουνιέρες
      γενική της μπουμπουνιέρας
    αιτιατική την μπουμπουνιέρα τις μπουμπουνιέρες
     κλητική μπουμπουνιέρα μπουμπουνιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουμπουνιέρα < μπομπονιέρα με τροπή [o] > [u] λόγω της επίδρασης του [b][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bu.buˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐μπου‐νιέ‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουμπουνιέρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]