μπουντουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουντουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική boudoir[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουντουάρ ουδέτερο άκλιτο

πήραν το τσάϊ τους στο μπουντουάρ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]