μπουντουάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουντουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική boudoir[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουντουάρ ουδέτερο άκλιτο
- ένα μικρό σαλονάκι με εκλεπτισμένη διακόσμηση, όπου η οικοδέσποινα καθόταν μόνη ή με τη συντροφιά πολύ στενών φίλων της
- πήραν το τσάϊ τους στο μπουντουάρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ μπουντουάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.