μπουρδέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουρδέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bordello < portello
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στα ιταλικά portello σημαίνει πορτάκι, πορτούλα και στην προκειμένη περίπτωση εννοείται η ξεχωριστή και μικρότερη πόρτα που πρέπει να έχει σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο ο οίκος ανοχής στην είσοδο, αν βρίσκεται σε πολυκατοικία.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουρδέλο ουδέτερο
- ο οίκος ανοχής
- (μεταφορικά) η ακαταστασία
- έγινε μπουρδέλο η κατάσταση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μπουρδέλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)