μπουρδέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στα ιταλικά portello σημαίνει πορτάκι, πορτούλα και στην προκειμένη περίπτωση εννοείται η ξεχωριστή και μικρότερη πόρτα που πρέπει να έχει σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο ο οίκος ανοχής στην είσοδο, αν βρίσκεται σε πολυκατοικία.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /buɾ.ˈðɛ.lɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουρδέλο ουδέτερο
- ο οίκος ανοχής
- (μεταφορικά) η ακαταστασία
- έγινε μπουρδέλο η κατάσταση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μπουρδέλο στη Βικιπαίδεια