μπουρούχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουρούχα θηλυκό
- (μειωτικό) γυναίκα άσχημη και όχι πολύ εύστροφη
- δεν φτάνει που μπλέκει συνέχεια με μπουρούχες, μας τις φέρνει, κιόλας, και μας τις μοστράρει για γκόμενες
- (μεταφορικά) μηχάνημα παλαιάς τεχνολογίας και αργό
- μ' αυτή τη μπουρούχα που έχουμε δεν προλαβαίνουμε να τα φτιάξουμε όλα σε μια βδομάδα
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε αργό, παλαιάς τεχνολογίας ή χαλασμένο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουρούχα
|