μπουσουλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουσουλίζω < μπουσ(ουλώ) + -ουλίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπουσουλίζω

→ δείτε τη λέξη μπουσουλώ

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • μπουσουλίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)