μπουφετζού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουφετζού οι μπουφετζούδες
      γενική της μπουφετζούς των μπουφετζούδων
    αιτιατική την μπουφετζού τις μπουφετζούδες
     κλητική μπουφετζού μπουφετζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουφετζού < μπουφετζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bu.feˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐φε‐τζού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουφετζού θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπουφετζής

Πηγές[επεξεργασία]