μποϊκοτάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μποϊκοτάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική boikottare + < γαλλική boycotter < αγγλική boycott < Boycott

Ρήμα[επεξεργασία]

μποϊκοτάρω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]