μποϊκοτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποϊκοτάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική boikottare + -ω < γαλλική boycotter < αγγλική boycott < Boycott
Ρήμα[επεξεργασία]
μποϊκοτάρω
- κάνω μποϊκοτάζ
- αντιδρώ, μη συμμετέχοντας σε μια διαδικασία ως άσκηση πίεσης
- αρνούμαι να αγοράσω ένα ή περισσότερα προϊόντα με σκοπό να αντιδράσω εναντίον μιας εταιρία ή μιας χώρας
- ασκώ πίεση μέσω οικονομικού πολέμου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μποϊκοτάζ