μποϋκόττ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποϋκόττ < μεταγραμματισμός από τη (άμεσο δάνειο) γερμανική Boykott (< αγγλική boycott) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μποϋκόττ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο, σπάνιο) το μποϊκοτάζ
- ※ Μεγαλυτέρα σημασία αποδοτέα εις το μποϋκόττ του οινοπνεύματος
- Ερρίκου Herkner - Δημητρ. Ε. Καλιτσουνάκι, Το εργατικόν ζήτημα, τόμ. Α΄. Αθήνα: Ελευθερουδάκης & Μπαρτ, 1919, σ. 339.
- ※ Μεγαλυτέρα σημασία αποδοτέα εις το μποϋκόττ του οινοπνεύματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποϋκόττ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)