μπούκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπούκωμα τα μπουκώματα
      γενική του μπουκώματος των μπουκωμάτων
    αιτιατική το μπούκωμα τα μπουκώματα
     κλητική μπούκωμα μπουκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούκωμα < μπουκώ(νω) + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbu.ko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπού‐κω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούκωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουκώνω
    1. το παραγέμισμα του στόματος με τροφή
    2. το φράξιμο
      Έχω ένα μπούκωμα στη μύτη μου που με ταλαιπωρεί. Είμαι συνεχώς μπουκωμένος.
    3. το παραγέμισμα ενός κινητήρα με καύσιμο, κάτι που προκαλεί το σταμάτημά του
  2. (για το στόμα) πλύση του στόματος
    Να κάνεις πολλά μπουκώματα με αλατόνερο μετά την εξαγωγή δοντιού.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μπουκώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]