μπούκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπούκωμα < μπουκώ(νω) + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbu.ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐κω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούκωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουκώνω
- το παραγέμισμα του στόματος με τροφή
- το φράξιμο
- ↪ Έχω ένα μπούκωμα στη μύτη μου που με ταλαιπωρεί. Είμαι συνεχώς μπουκωμένος.
- το παραγέμισμα ενός κινητήρα με καύσιμο, κάτι που προκαλεί το σταμάτημά του
- (για το στόμα) πλύση του στόματος
- ↪ Να κάνεις πολλά μπουκώματα με αλατόνερο μετά την εξαγωγή δοντιού.
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μπουκώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπούκωμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μπούκωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπούκωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)