μπούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπούλης | οι | μπούληδες |
γενική | του | μπούλη | των | μπούληδων |
αιτιατική | τον | μπούλη | τους | μπούληδες |
κλητική | μπούλη | μπούληδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- μπούλης < περικοπή του μπεμπούλης υποκοριστικό του μπέμπης[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπού‐λης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούλης αρσενικό
- (σπάνιο, χαϊδευτικό) ο μπέμπης (θηλυκό μπούλα)
- και χαϊδευτικό όνομα Μπούλης
- (μεταφορικά, σκωπτικό) ανώριμος ενήλικας
- (μεταφορικά, μειωτικό) κακομαθημένο παιδί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακομαθημένο παιδί
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μπούλης (άμεσο δάνειο) αγγλική bully + ς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούλης αρσενικό
- (νεολογισμός, αργκό) αυτός που κάνει μπούλινγκ, που ασκεί φυσική, λεκτική ή ψυχολογική βία στους άλλους· που κάνει νταηλίκια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε και τη λέξη νταής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μπούλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)