μπούμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούμα οι μπούμες
      γενική της μπούμας
    αιτιατική την μπούμα τις μπούμες
     κλητική μπούμα μπούμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική boma

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούμα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) τραπεζοειδές πανί, το τελευταίο πανί προς την πρύμνη
     συνώνυμα: επίδρομος (λόγιο)
  2. ηλεκτροκίνητος περιστροφικός γερανός με βελόνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]