μπούμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπούμα | οι | μπούμες |
γενική | της | μπούμας | — | |
αιτιατική | την | μπούμα | τις | μπούμες |
κλητική | μπούμα | μπούμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπούμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική boma
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούμα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τραπεζοειδές πανί, το τελευταίο πανί προς την πρύμνη
- ηλεκτροκίνητος περιστροφικός γερανός με βελόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπούμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)