μπούνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οπές στο κατάστρωμα πλοίου, που επιτρέπουν την επιστροφή του νερού που μαζεύεται ενίοτε εκεί στη θάλασσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μέχρι/με/ως τα μπούνια: πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό