μπούνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπουνιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούνια < ιταλική bugna

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μέχρι/με/ως τα μπούνια: πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]