μπούρδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούρδα οι μπούρδες
      γενική της μπούρδας
    αιτιατική την μπούρδα τις μπούρδες
     κλητική μπούρδα μπούρδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπούρδα < ισπανική burda[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπούρδα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]