μπούρδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπούρδας | οι | μπούρδες |
γενική | του | μπούρδα | — | |
αιτιατική | τον | μπούρδα | τους | μπούρδες |
κλητική | μπούρδα | μπούρδες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούρδας αρσενικό
- αυτός που λέει μπούρδες, ο σαχλαμάρας
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- μπούρδας : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μπούρδας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)