μπράντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπράντα | οι | μπράντες |
γενική | της | μπράντας | — | |
αιτιατική | την | μπράντα | τις | μπράντες |
κλητική | μπράντα | μπράντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπράντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική branda < brandire (πάλλω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɾanˈda/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρά‐ντα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπράντα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε και τη λέξη αιώρα
ναυτική αιώρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)