μπραιζέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπραιζέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική braisé
Επίθετο[επεξεργασία]
μπραιζέ άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπραιζέ
|
μπραιζέ άκλιτο
|