μπρατσάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπρατσάκι | τα | μπρατσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπρατσάκι | τα | μπρατσάκια |
κλητική | μπρατσάκι | μπρατσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρατσάκι < υποκοριστικό του μπράτσο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρατσάκι ουδέτερο
- μικρό ή αδύνατο μπράτσο
- περιχειρίδα, φουσκωτό περιβραχιόνιο, φουσκωτό βοήθημα για την κολύμβηση που φοριέται κυρίως από παιδιά στο μπράτσο και τα βοηθάει να επιπλέουν στο νερό
- (σκωπτικά) πιεσόμετρο μπράτσου