μπρατσόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπρατσόλι | τα | μπρατσόλια |
γενική | του | μπρατσολιού | των | μπρατσολιών |
αιτιατική | το | μπρατσόλι | τα | μπρατσόλια |
κλητική | μπρατσόλι | μπρατσόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρατσόλι < βενετική brazzoli < brazzo / ιταλικά braccio < λατινική brachium / bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρατσόλι ουδέτερο
- (ναυπηγικός όρος, ιδιωματικό) διάφορα τμήματα σκάφους σε σχήμα (αμβλείας) γωνίας
- (μεταφορικά) το μέρος του επίπλου για την στήριξη του μπράτσου σε καναπέ ή πολυθρόνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπρατσόλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)