μπρελόκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλειδοθήκη (μπρελόκ) με κλειδί.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπρελόκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική breloque

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπρελόκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]