μπρικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπρικ < γαλλική brique (κεραμιδής)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɾik/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπρικ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπρικ ουδέτερο άκλιτο

  1. το κόκκινο χαβιάρι
  2. η απόχρωση του

Επίθετο[επεξεργασία]

μπρικ άκλιτο

  • που έχει την παραπάνω απόχρωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]