μπρικολάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπρικολάζ < γαλλική bricolage < bricoler +‎ -age < ιταλική briccola < μέση άνω γερμανική brechen < πρωτογερμανική *brekaną

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπρικολάζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]