μπρικολέγενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπρικολέγενο τα μπρικολέγενα
      γενική του μπρικολέγενου των μπρικολέγενων
    αιτιατική το μπρικολέγενο τα μπρικολέγενα
     κλητική μπρικολέγενο μπρικολέγενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπρικολέγενο < μπρίκ(ι) + -ο- + λεγέν(ι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɾi.koˈle.ʝe.no./
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπρι‐κο‐λέ‐γε‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπρικολέγενο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]