μπροστά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπροστά < εμπροστά < αρχαία ελληνική ἐμπρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɾoˈsta/

Επίρρημα[επεξεργασία]

μπροστά

  1. (τοπικό, για στάση) προς την κατεύθυνση που κοιτάζει ο παρατηρητής
    Μπροστά σου είναι το βιβλίο, δεν το βλέπεις;
  2. δηλώνει κίνηση προς τα εμπρός
    Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
    Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
  3. προσδιορίζει κάποιον ή κάτι που βρίσκεται στην πρώτη σειρά ή θέση σε σχέση με τον ομιλητή
    Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
    Aπό μπροστά βλέπεις θάλασσα.
  4. (μεταφορικά) για να δηλώσει αυτόν που ηγείται, που είναι αρχηγός ή πρωτοπόρος
    πάντα μπροστά στους αγώνες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]