μπροστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπροστά < εμπροστά < αρχαία ελληνική ἐμπρός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
μπροστά και εμπρός
- (τοπικό, για στάση) προς την κατεύθυνση που κοιτάζει ο παρατηρητής
- Μπροστά σου είναι το βιβλίο, δεν το βλέπεις;
- (μεταφορικά) για να δηλώσει αυτόν που ηγείται, που είναι αρχηγός ή πρωτοπόρος
- πάντα μπροστά στους αγώνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπροστά
πηγαίνω μπροστά (μτφ.)