μπροστάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μπροστάρη

  1. μπροστάρης, στη γενική του ενικού
  2. μπροστάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. μπροστάρης, στην κλητική του ενικού