μπροστιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπροστιάρης οι μπροστιάρηδες
      γενική του μπροστιάρη των μπροστιάρηδων
    αιτιατική τον μπροστιάρη τους μπροστιάρηδες
     κλητική μπροστιάρη μπροστιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπροστιάρης < μπροστά + -ιάρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπροστιάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστιάρα)

  • που τίθεται επικεφαλής ομάδας κυρίως σε αγώνα ή αιτήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]