μπρουσκέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρουσκέτα < ιταλική bruschezza < brusco < υστερολατινική bruscus < λατινική ruscus / ruscum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρουσκέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) φρυγανισμένη και τραγανή φέτα ψωμιού, αλειμμένη με διάφορα μείγματα
- Απλώνουμε το μείγμα των λαχανικών στις μπρουσκέτες, βάζουμε από πάνω το κοτόπουλο και τέλος τις ροδέλες ντομάτας και σερβίρουμε. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπρουσκέτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)