μπρούσκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπρούσκο | τα | μπρούσκα |
γενική | του | μπρούσκου | των | μπρούσκων |
αιτιατική | το | μπρούσκο | τα | μπρούσκα |
κλητική | μπρούσκο | μπρούσκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπρούσκο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπρούσκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπρούσκο
|