μπολ
(Ανακατεύθυνση από μπωλ)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπολ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bol < μέση αγγλική bolle (> αγγλική bowl) < αγγλοσαξονική bolla, λέξη συγγενής του παλαιού γερμανικού bolla (φουσκάλα)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπολ ουδέτερο άκλιτο
- ημισφαιρικό κεραμικό, πορσελάνινο ή γυάλινο σκεύος, σχετικά μικρό, για το σερβίρισμα π.χ. του παγωτού
- στρογγυλό ή τετράγωνο πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι για τη φύλαξη φαγητού στο ψυγείο
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπολ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)