μπόδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπόδιο | τα | μπόδια |
γενική | του | μπόδιου | των | μπόδιων |
αιτιατική | το | μπόδιο | τα | μπόδια |
κλητική | μπόδιο | μπόδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπόδιο < εμπόδιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόδιο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη εμπόδιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπόδιο
→ δείτε τη λέξη εμπόδιο |