μπόδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπόδισμα < μποδίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόδισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μποδίζω (εμποδίζω), η παρεμβολή εμποδίων, ο εμποδισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπόδισμα
|