μπόξι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπόξι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) το κουτί
- ⮡ Να τα βάλω σε σακούλα ή θέλεις μπόξι;