μπόσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπόσης αρσενικό
- (ελληνοαμερικανικά) ο προϊστάμενος, το αφεντικό
μπόσης αρσενικό