μπότηδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπότηδες < πληθυντικός του μπότης (κανάτα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπότηδες ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τοπικό έθιμο της Κέρκυρας όπου σπάνε κανάτες στο δρόμο το Μεγάλο Σάββατο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπότηδες
|