μπότοξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπότοξ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) αισθητική επέμβαση για την αντιμετώπιση των ρυτίδων του προσώπου με την έγχυση ειδικής πρωτεΐνης σε κατάλληλα σημεία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπότοξ στη Βικιπαίδεια