μυέλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυέλωμα τα μυελώματα
      γενική του μυελώματος των μυελωμάτων
    αιτιατική το μυέλωμα τα μυελώματα
     κλητική μυέλωμα μυελώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυέλωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myeloma < αρχαία ελληνική μυελός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυέλωμα ουδέτερο

  • (ιατρική) κακοήθης μετατροπή των πλασματοκυττάρων
    (Τα πλασματοκύτταρα αποτελούν την τελική μορφή διαφοροποίησης των Β λεμφοκυττάρων και συνθέτουν ανοσοσφαιρίνες. Ενώ στο μυελό των οστών αποτελούν ένα μικρό μέρος, είναι πολυάριθμα στους στηρικτικούς ιστούς και στα εξειδικευμένα λεμφικά όργανα. Στο περιφερικό αίμα των υγιών ατόμων δεν κυκλοφορούν πλασματοκύτταρα.)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]