μυγοσκοτώστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυγοσκοτώστρα | οι | μυγοσκοτώστρες |
γενική | της | μυγοσκοτώστρας | — | |
αιτιατική | τη | μυγοσκοτώστρα | τις | μυγοσκοτώστρες |
κλητική | μυγοσκοτώστρα | μυγοσκοτώστρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυγοσκοτώστρα θηλυκό
- αντικείμενο που χρησιμοποιείται για την εξόντωση των μυγών, επιφέροντας με αυτό, χειροκίνητα, ένα γρήγορο χτύπημα επάνω στη μύγα
- (κατ' επέκταση) μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την εξόντωση ιπτάμενων εντόμων με ηλεκτροπληξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυγοσκοτώστρα