Μετάβαση στο περιεχόμενο

μυγούλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυγούλα οι μυγούλες
      γενική της μυγούλας
    αιτιατική τη μυγούλα τις μυγούλες
     κλητική μυγούλα μυγούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυγούλα < μύγα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυγούλα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη μύγα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]