μυδραλιοβόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυδραλιοβόλο < (καθαρεύουσα) μυδραλλιοβόλον < μυδράλλιον + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mitrailleuse)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυδραλιοβόλο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) είδος πολυβόλου, πυροβόλου όπλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυδραλιοβόλο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)