μυελατέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυελατέλεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myelatelia < αρχαία ελληνική μυελός + ἀτέλεια < ἀτελής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυελατέλεια θηλυκό
- (ιατρική) η ατέλεια ή η ατελής ανάπτυξη του νωτιαίου μυελού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυελατέλεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)