μυελεγκέφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυελεγκέφαλος οι μυελεγκέφαλοι
      γενική του μυελεγκέφαλου
μυελεγκεφάλου
των μυελεγκέφαλων
μυελεγκεφάλων
    αιτιατική τον μυελεγκέφαλο τους μυελεγκέφαλους
μυελεγκεφάλους
     κλητική μυελεγκέφαλε μυελεγκέφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυελεγκέφαλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myelencephalon < αρχαία ελληνική μυελός + ἐγκέφαλος < κεφαλή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυελεγκέφαλος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]